- σχεδιαγραφώ
- βλ. σχεδιογραφώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σχεδιαγραφώ — Ν βλ. σχεδιογραφώ … Dictionary of Greek
σχεδιάζω — ΝΜΑ, και σκεδιάζω Ν [σχέδιος / σχέδιο] νεοελλ. 1. χαράζω σχέδιο, απεικονίζω ένα αντικείμενο κυρίως με μολύβι πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, σχεδιαγραφώ 2. μτφ. προτίθεμαι, προγραμματίζω, έχω κατά νου να κάνω κάτι («σχεδιάζει να παντρευτεί») 3. φρ.… … Dictionary of Greek
σχεδιογράφηση — και σχεδιαγράφηση, η, Ν η ενέργεια τού σχεδιογραφώ, η απεικόνιση ενός αντικειμένου με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδιογραφώ / σχεδιαγραφώ. Ο τ. σχεδιογράφησις μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν… … Dictionary of Greek
σχεδιογραφώ — και σχεδιαγραφώ Ν απεικονίζω διάφορα αντικείμενα με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + γράφω (< γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Λ. Καφταντζόγλου] … Dictionary of Greek